αλαωπός

αλαωπός
ἀλαωπός, -όν (AM) [ἀλαός]
1. αυτός που δεν βλέπει, τυφλός
2. σκοταδερός, σκοτεινός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • -ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… …   Dictionary of Greek

  • αλαός — (alaus). Κολεόπτερα έντομα της οικογένειας των ελατηριδών. Έχουν σχετικά μεγάλο σώμα με τριχωτά λέπια και κίτρινο χρωματισμό. Ζουν στις τροπικές χώρες και μόνο ο α. ο κοινός ζει στην Ευρώπη. Το έντομο αυτό, που είναι πολύ κοινό στη Σρι Λάνκα,… …   Dictionary of Greek

  • αλαώπις — ἀλαῶπις ( ιδος), η (Α) θηλ. τού ἀλαωπός …   Dictionary of Greek

  • αλαώψ — ἀλαώψ ( ῶπος), ο, η (Μ) ο αλαωπός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλαός + ὤψ* «μάτι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”